αυτοφωνία

αυτοφωνία
η (Α αὐτοφωνία)
νεοελλ.
αίσθημα αντήχησης στο αφτί ενός ατόμου της ίδιας του της φωνής (σε περιπτώσεις απόφραξης μιας ευσταχιανής σάλπιγγας ή μέσης ωτίτιδας)
αρχ.
ο άμεσος λόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοφωνίᾳ — αὐτοφωνίᾱͅ , αὐτοφωνία direct utterance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οινόμαος ο Γαδαρηνός — (1ος 2ος αι. μ.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος. Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού και έγραψε πολλά έργα, ανάμεσα στα οποία σημαντικότερα είναι τα: Περί της Ομήρου φιλοσοφίας, Περί κυνισμού και Περί Κράτητος, Διογένους και των άλλων κυνικών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”